ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΝΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Μετά τον βίαιο θάνατο του Σαμπρί, η Μελέκ αποφασίζει να μπει σ’ ένα δρόμο χωρίς επιστροφή και να πάρει εκδίκηση. Ετσι καταστρώνει το σχέδιό της προκειμένου να «πληρώσει» με την ίδια του τη ζωή ο Μερντάν, που δολοφόνησε τον άντρα που αγάπησε όσο κανέναν.

Μετά το χαμό του Σαμπρί, η Μελέκ βυθίζεται στη θλίψη και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση από τον Μερντάν. Ετσι, αφού πρώτα επισκέπτεται τη μητέρα του και ζητάει συγγνώμη για την προηγούμενη φορά που τη ζήτησαν σε γάμο και τους έδιωξε, αργότερα βγαίνει ραντεβού με τον Μερντάν και του δηλώνει πως θέλει τελικά να τον παντρευτεί. Ο Μερντάν πανευτυχής το ανακοινώνει στους γονείς του: «Αποφάσισα να παντρευτώ τη Μελέκ! Μιλήσαμε, μου ζήτησε συγγνώμη και θέλει κι εκείνη να κάνουμε αυτό το βήμα»! Ετσι η οικογένεια φτάνει στο αρχοντικό για να ζητήσουν τη Μελέκ. Η Καντριγιέ που δεν γνωρίζει τίποτα τους λέει: «Σας είπα ότι δεν θα σας δώσω τη κόρη μου! Με τι πρόσωπο έρχεστε εδώ μέσα; Να φύγετε! Ποιος σας είπε ότι θέλω να παντρέψω την κόρη μου;», φωνάζει και τότε εμφανίζεται η Μελέκ και λέει: «Εγώ τους ζήτησα να έρθουν»! Η Καντριγιέ αντιδράει στο γάμο της Μελέκ και προσπαθεί να διώξει την οικογένεια του Μερντάν. Ομως τόσο η Μελέκ όσο και ο Κεντάλ είναι αντίθετοι. Η Εμινέ καταφέρνει να βρει τη Μελέκ μόνη της και τη ρωτάει: «Κοίτα με στα μάτια και πες μου την αλήθεια, γιατί το κάνεις αυτό;». Τότε η Μελέκ της απαντάει: «Αυτή είναι η μοίρα μου και το έχω αποδεχτεί! Δεν έχω άλλο δρόμο να επιλέξω, έτσι έμαθα, έτσι κάνω». Την επόμενη μέρα ο Κεντάλ δίνει λεφτά στη Μελέκ για να αγοράσει όλα τα απαραίτητα για το γάμο της, ενώ αργότερα η κοπέλα σαν δώρο από τον Μερντάν του ζητάει το όπλο του. Εκείνος δέχεται, χωρίς να ξέρει το κακό που τον περιμένει, ενώ παράλληλα της κάνει και μαθήματα σκοποβολής. Η Οζλέμ μαθαίνει για το γάμο της Μελέκ και θυμωμένη της λέει: «Τόσο γρήγορα αγάπησες τον Μερντάν; Εσύ δεν έλεγες πως αγαπούσες τον αδελφό μου και τώρα ετοιμάζεσαι τόσο γρήγορα να τον ξεχάσεις; Κρίμα, Μελέκ! Σε λυπάμαι όσο τίποτα»! Ενα βράδυ πριν το γάμο, η Μελέκ αποχαιρετάει με τον δικό της τρόπο τις άλλες γυναίκες. Πλέον έχει επιλέξει ν’ ακολουθήσει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Η μέρα του γάμου ξημερώνει και η Μελέκ αρχίζει τις προετοιμασίες. Η Καντριγιέ μάταια προσπαθεί να μεταπείσει τη Μελέκ. Ο γαμπρός παραλαμβάνει τη νύφη και κατευθύνονται προς τον χώρο όπου θα τελεστεί ο γάμος και η δεξίωση. Στο μεταξύ, στην αστυνομία ο Ογούζ μαθαίνει πως αυτός που πυροβόλησε τον Σαμπρί ήταν ο Μερντάν: «Το έκανε για να έχει δίπλα του τη Μελέκ... Πρέπει να πάμε αμέσως, σήμερα παντρεύονται», λέει ο αστυνόμος. Ο γάμος πραγματοποιείται και το ζευγάρι βρίσκεται στη σκηνή και χορεύει. Η Καντριγιέ που αρνείται να παρευρεθεί στο γάμο, διαβάζει το γράµµα που της άφησε η Μελέκ, που µεταξύ άλλων γράφει: «Με ρωτούσες γιατί παντρεύοµαι τον Μερντάν... Για να τον εκδικηθώ... Εκείνος σκότωσε τον Σαµπρί». Τότε η Καντριγιέ καταλαβαίνει πως η κόρη της θα κάνει κάποια τρέλα και µαζί µε τον Μπαράν τρέχουν να τη βρουν. Την ίδια ώρα, Μελέκ και Μερντάν πάνε στο σπίτι τους για να περάσουν την πρώτη τους νύχτα. Εκείνη όµως έχει άλλα σχέδια... Φοράει το νυφικό που της είχε φτιάξει ο Σαµπρί και που είναι γεµάτο µε τα αίµατά του και σηµαδεύει τον Μερντάν. «Τι πας να κάνεις; Ασε το όπλο να µιλήσουµε», της λέει και εκείνη τον υποχρεώνει να σηκωθεί και να φύγουν, αφού τον πυροβολεί και στα δυο του χέρια. Στο σπίτι φτάνουν οι γονείς του γαµπρού, η αστυνοµία, αλλά και η Καντριγιέ µε τον Μπαράν. «Δεν είναι κανείς τους εδώ, όµως βρήκαµε αίµατα», λέει ο Ογούζ και ο Μπαράν του λέει πως η Μελέκ άφησε ένα περίεργο γράµµα. Ενας αστυνόµος ενηµερώνει τον Ογούζ πως στο δρόµο βρέθηκαν σταγόνες αίµατος και δίνει εντολή να τους ψάξουν. Ο Κεντάλ και οι υπόλοιποι ένοικοι του αρχοντικού µαθαίνουν τα νέα και βγαίνουν να ψάξουν κι εκείνοι. Η Μελέκ πάει τον Μερντάν στο νεκροταφείο και τον βάζει να ζητήσει συγγνώµη από τον Σαµπρί και μετά τον πυροβολεί στο κεφάλι σκοτώνοντάς τον. Λίγα λεπτά αργότερα φτάνουν οι γονείς του και θρηνούν, ενώ ο Ρουστέµ απειλεί τον Κεντάλ. Η οικογένεια επιστρέφει στο αρχοντικό και η Καντριγιέ λέει στον Κεντάλ: «Εξαιτίας σου έγινε η κόρη µου δολοφόνος». «Εγώ φταίω πάλι; Εκείνη ζήτησε να τον παντρευτεί. Πού να ήξερα τι είχε στο µυαλό της;», λέει ο Κεντάλ. Η Οζλέµ αντιλαµβάνεται πόσο αγάπησε η Μελέκ τον αδελφό της και καταλαβαίνει πως εκείνη κρύβεται στο κρησφύγετό του και πάει να τη βρει. Την επόµενη µέρα η οικογένεια µαθαίνει ότι η Μελέκ βρίσκεται έξω από την πόλη στην άκρη ενός γκρεμού. Ο Κεντάλ φτάνει πρώτος και προσπαθεί να την αποτρέψει από το να αυτοκτονήσει. «Για όλη µου τη ζωή σε άκουγα, τώρα ήρθε η ώρα να µε ακούσεις εσύ. Αγάπησα τον Σαµπρί γιατί µε άκουγε, µε κοίταζε στα µάτια και µε καταλάβαινε. Θα µπορούσα να σε σκοτώσω, αλλά δεν θα γίνω σαν εσένα!». Ο Κεντάλ µε δάκρυα της λέει: «Μη µιλάς έτσι... Το ξέρεις ότι σε αγαπάω». Αργότερα φτάνουν και τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειας. «Εχω ήδη πεθάνει! Κλείνω πλέον τους λογαριασµούς µου σε αυτό τον κόσµο! Ανήκω στον Σαµπρί! Πάω να τον βρω κι εκεί δεν θα µας χωρίσει κανείς! Συγγνώμη...», λέει και πέφτει από τον γκρεμό. Την επόμενη μέρα πραγματοποιείται η κηδεία της...